ἀμάραντα — ἀμάραντος unfading neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάραντος — η, ο 1. αυτός που δε μαραίνεται, δε φθείρεται, ο ακμαίος: Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αρχαίας Αθήνας είναι αμάραντα. 2. ως ουσ., ο αμάραντος ή το αμάραντο γένος φυτών. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αμάραντα διάφορα φυτά που το περιάνθιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen … Deutsch Wikipedia
νιτρόφιλος — η, ο (για φυτά) αυτός που αναπτύσσεται σε έδαφος πλούσιο σε αζωτούχα λιπάσματα, όπως λ.χ. οι τσουκνίδες, τα αμάραντα, κ.ά. φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitrophilous < νιτρ(ο) * + φίλος] … Dictionary of Greek
ξηράνθεμο — το βοτ. γένος ποωδών φυτών με λευκά ή πορφυροϊώδη άνθη, τής οικογένειας τών συνθέτων, μερικά είδη τού οποίου περιλαμβάνονται στην ελληνική χλωρίδα με την κοινή ονομασία αμάραντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια πρβλ. αγγλ. xeranthemum < ξηρός + ἄνθεμον… … Dictionary of Greek
σέδο(ν) — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά με τις κοινές ονομασίες πετρόχορτα, κοχυλόχορτα,… … Dictionary of Greek
βάκχαρις — (baccharis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Είναι φυτά φυλλοβόλα ή αείφυλλα, με αντίθετα ή επαλλάσσοντα φύλλα. Τα άνθη τους σχηματίζουν μικρά κεφάλια. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για… … Dictionary of Greek
σέδο — (Sedum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών. Είναι ποώδη φυτά ή χαμηλοί θάμνοι με παχιά και σαρκώδη φύλλα. Το σ. είναι μικρό χυμώδες φυτό που φυτρώνει στους τοίχους και τους βράχους και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ζωτικότητα. Ακόμα και… … Dictionary of Greek